- θαλαμεύων
- θαλαμεύωlead into thepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλαμεύω — (AM) [θάλαμος] μσν. ασπάζομαι, υιοθετώ («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. φέρνω στον νυφικό θάλαμο, παίρνω ως σύζυγο 2. (για ζώο) κρύβομαι στη φωλιά μου 3. παθ. (για γυναίκες) θαλαμεύομαι α) μένω κλεισμένη σε θάλαμο β)… … Dictionary of Greek